Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιζαβί — επίρρ. (λ. γαλλ.), απέναντι, αντίκρυ: Καθίσαμε στο τραπέζι βιζαβί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιζαβί — επίρρ. έναντι, απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vis a vis «απέναντι»] … Dictionary of Greek